- όχα
- ὄχα (Α)επίρρ. (επικ. τ.) (ως επιτ. τού υπερθ. ἄριστος) εξαιρετικά, έξοχα («ὄχ' ἄριστος», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που προήλθε κατ' αποκοπήν από τα σύνθ. επιρρ. σε -οχα, πρβλ. έξ-οχα (< ἔξοχος), έν-οχα (< ἔνοχος)].
Dictionary of Greek. 2013.